δήνεα — counsels neut nom/voc/acc pl δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήνε' — δήνεα , δήνεα counsels neut nom/voc/acc pl δήνεα , δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut nom/voc/acc dual (attic epic) δήνεϊ , δῆνος counsels neut dat sg (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut dat sg δήνεε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηνέων — δήνεα counsels neut gen pl δῆνος counsels neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
αδηνής — ἀδηνής, ές (Α) 1. αμαθής, άπειρος 2. ο δίχως κακόβουλη πρόθεση, δίχως δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῆνος (το) «συμβουλή, σχέδιο, τρόπος» (συν. κατά πληθ.: δήνεα (τα). ΠΑΡ. αρχ. ἀδήνεια, ἀδηνέως] … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
κακοδήνης — κακοδήνης, ες (Α) αυτός που δίνει κακή συμβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δῆνος, τὸ «συμβουλή» (συν. κατά πληθ. τὰ δήνεα] … Dictionary of Greek
dens-1 — dens 1 English meaning: talent, force of mind; to learn Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen” Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… … Proto-Indo-European etymological dictionary